αριθμητικός

αριθμητικός
-ή, -ό (AM ἀριθμητικός, -ή, -όν) [αριθμητός]
1. ο σχετικός με την αρίθμηση, τους αριθμούς και την αριθμητική
2. αυτός που εκφράζεται με αριθμούς ή εκφράζει αριθμούς
3. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική
η επιστήμη των αριθμών
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική
το βιβλίο που περιέχει τη διδασκαλία των αριθμητικών πράξεων
2. (το ουδ. στον πληθ.) τα αριθμητικά
επίθετα ή επιρρήματα που εκφράζουν αριθμούς ή αριθμητικές έννοιες και σχέσεις
αρχ.
επιδέξιος, ικανός στην αρίθμηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀριθμητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην αρίθμηση ή στους αριθμούς: Το πρόβλημα αυτό δεν είναι αλγεβρικό, αλλά αριθμητικό. 2. αυτός που εκφράζεται με αριθμό: Ζήτησε κατάσταση αριθμητική, όχι ονομαστική. 3. (γραμμ.), αριθμητικά, τα επίθετα, ουσιαστικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀριθμητικά — ἀριθμητικός of neut nom/voc/acc pl ἀριθμητικά̱ , ἀριθμητικός of fem nom/voc/acc dual ἀριθμητικά̱ , ἀριθμητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητικῶν — ἀριθμητικός of fem gen pl ἀριθμητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητικόν — ἀριθμητικός of masc acc sg ἀριθμητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητικώτατον — ἀριθμητικός of masc acc superl sg ἀριθμητικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμάριθμος — Αριθμητικός δείκτης που εμφανίζει τις διακυμάνσεις των τιμών των ειδών σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε σύγκριση με το επίπεδο τιμών της περιόδου που έχουμε πάρει ως βάση. Ο τ. περιλαμβάνει τις τιμές ορισμένων προϊόντων. Για να τον καταρτίσουν …   Dictionary of Greek

  • ἀριθμητικαῖς — ἀριθμητικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητικαί — ἀριθμητικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητικοῖς — ἀριθμητικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”